- σπιρτόζος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), πνευματώδης, ευφυής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπιρτόζος — α, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος 2. (για λόγο) πνευματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)] … Dictionary of Greek
σπιρτόζικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σπιρτόζος] σπιρτόζος, πνευματώδης («σπιρτόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek